βασιδιομύκητες

βασιδιομύκητες
(basidiomycota). Υποδιαίρεση μυκήτων (μανιταριών), που περιλαμβάνει 460 γένη και 25.000 είδη, διαδεδομένα σε όλες τις χερσαίες περιοχές της Γης, ακόμα και στις πολικές. Σε υδρόβιο περιβάλλον έχουν βρεθεί μόνο δύο είδη. Οι β. έχουν μεγάλη ποικιλία στο μέγεθος και στη μορφή. Υπάρχουν μικροσκοπικοί (κυρίως παράσιτα ανώτερων φυτών) που προκαλούν μεγάλες καταστροφές στην παραγωγή, και πολύ μεγάλοι με τεράστιο καρπόσωμα. Πολλοί προκαλούν σήψεις σε δασικά και οπωροφόρα δέντρα, ενώ άλλοι είναι πολύ ωφέλιμοι είτε ως τροφή είτε ως συμβιωτικοί οργανισμοί στα μυκόρριζα. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η παρουσία του υμενίου, δηλαδή ενός ιστού σποριοπαραγωγού που περιέχει κύτταρα ροπαλοειδή, κυλινδρικά ή σχεδόν σφαιρικά, τα βασίδια. Τα κύτταρα αυτά υποβαστάζουν, πάνω σε μικρά μυτερά ή μη στηρίγματα, τα βασιδιοσπόρια τα οποία είναι απλοειδή, μονοπύρηνα, έχουν διάφορα σχήματα και είναι άχρωμα ή έγχρωμα. Η αγενής αναπαραγωγή πραγματοποιείται με μια μεγάλη ποικιλία σπορίων, όπως είναι τα βλαστοσπόρια στα ουστιλαχινώδη, ουρεδοσπόρια και αικιδιοσπόρια στα ουρεδινώδη, αθροσπόρια, χλαμυδοσπόρια ή ωίδια και σπανιότατα κονίδια στους μεγάλους. Οι β. περιλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος των παραπάνω μυκήτων, οι οποίοι φέρουν πίλο είτε με ελάσματα είτε με σωληνίσκους ή πόρους. Στην υποδιαίρεση αυτή ανήκουν πάρα πολλοί εδώδιμοι ή δηλητηριώδεις μύκητες (μανιτάρια), όπως τα γνωστά με την επιστημονική ονομασία αμανίτης ο μυοκτόνος, αμανίτης ο φαλλοειδής, αμανίτης ο πάνθηρ, βολέτος ο εδώδιμος και ο τραχύς, ύδνο το ανάκυρτο, καλαβρία η βοτρύτις κλπ. Το μυκήλιο των β. σχηματίζεται από πολυκύτταρες υφές, οι οποίες υπό ειδικές συνθήκες δίνουν το καρπόσωμα που βγαίνει πάνω από το έδαφος. Παλαιότερα, οι β. χωρίζονταν σε δύο μεγάλες ομάδες ανάλογα με τη μορφολογία του βασιδίου, τους ομοβασιδιομύκητες που δεν έχουν σέπτα (εγκάρσια τοιχώματα) στα βασίδια και τους ετεροβασιδιομύκητες που έχουν σέπτα στα βασίδια. Χρειάζονται ακόμη πολλές έρευνες για την ταξινόμηση των β. σε ένα πιο φυσικό σύστημα κατάταξης. Σύμφωνα με την ταξινόμηση που επικρατεί τώρα, οι β. διακρίνονται σε τελειομύκητες, υμενομύκητες και γαστερομύκητες. Στους πρώτους ανήκουν παρασιτικοί μύκητες που προκαλούν τις γνωστές ασθένειες των σκωριάσεων και του άνθρακα του καλαμποκιού. Οι υμενομύκητες είναι τα γνωστά μας μανιτάρια και οι γαστερομύκητες έχουν κλειστά καρποσώματα και μοιάζουν με σφαίρες, άστρα ή φωλιές πουλιών. Βασίδιο του είδους puccinia graminis. Στους βασιδιομύκητες ανήκει και το φαγώσιμο είδος μανιταριού βολέτος ο εδώδιμος. H ρουσούλα η κυανόξανθη, είδος φαγώσιμου βασιδιομύκητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μύκητες — Μεγάλη και σπουδαία υποδιαίρεση του φυτικού βασιλείου, η οποία απαρτίζεται από θαλλόφυτα, δηλαδή από μάλλον απλής δομής φυτικούς οργανισμούς που στερούνται πραγματικών ριζών, βλαστού και φύλλων. Οι μ. αποτελούνται από συνενωμένες υφές… …   Dictionary of Greek

  • κλαβαρία — (Clavaria). Γένος πρωτόγονων βασιδιομυκήτων της οικογένειας των κλαβαριιδών. Χαρακτηρίζονται από το απλό, ροπαλόμορφο και μάλλον εύθρυπτο καρπόσωμά τους, το οποίο είναι συχνά κοίλο εσωτερικά, ενώ σπάνια διακλαδίζεται. Συνήθως υπάρχει ένα καλά… …   Dictionary of Greek

  • λακτάριος — (Lactarius). Γένος βασιδιομυκήτων, της κλάσης των υμενομυκήτων, της τάξης agaricales. Kοινότερος στην Ελλάδα είναι ο λ. ο νόστιμος. Έχει καρπόσωμα (σποριοφόρο σώμα) με αρχικά κυρτό και αργότερα χωνοειδή, πορτοκαλόχρωμο πίλο, και ωχρώδη ελάσματα… …   Dictionary of Greek

  • πισόλιθος — ο, Ν (μυκητ.) γένος μυκήτων που ανήκει στους βασιδιομύκητες …   Dictionary of Greek

  • πλασμογαμία — η, Ν 1. βιολ. στα πρωτόζωα) α) η συγχώνευση διαφόρων ατόμων σε μια πολυπυρηνική μάζα β) η σύντηξη τού κυτταροπλάσματος χωρίς πυρηνική σύντηξη 2. βοτ. διαδικασία η οποία ακολουθεί αμέσως μετά την καρυογαμία, δηλαδή την ένωση πυρήνων, σε ορισμένους …   Dictionary of Greek

  • πολύπορος — (polyporus. Γένος μυκήτων, από τους πιο αξιόλογους, μαζί με τους μύκητες των γενών φόμης, πολύστικτος (λευκόπορος και κοριόλος), τραμέτης, λενζίτης και φιστουλίνα (μύκητες βασιδιομύκητες), της οικογένειας των Πολυποριδών, από τους οποίους άλλοι… …   Dictionary of Greek

  • σκωριομύκητες — Μύκητες που συγκροτούν την τάξη των ουρεδινωδών (βασιδιομύκητες) και οι οποίοι προκαλούν τις σοβαρές ασθένειες των φυτών, τις γνωστές ως σκωριάσεις. Ο κύκλος της ανάπτυξης των σ. είναι περίπλοκος: από τα τελευτοσπόρια, που σχηματίζονται στους… …   Dictionary of Greek

  • υμένιο — το / ὑμένιον, ΝΑ [ὑμήν, ένος] λεπτός υμένας, υμενίσκος νεοελλ. 1. (μυκητ.) στρώμα που αποτελείται από ασκούς ή βασίδια και απαντά στους ανώτερους μύκητες, όπου επιστρώνει το ασκοκάρπιο στους ασκομύκητες ή το βασιδιοκάρπιο στους βασιδιομύκητες 2.… …   Dictionary of Greek

  • φυκομύκητας — ο, Ν 1. (μυκητ.) γένος ζυγομυκήτων που ανήκει στην τάξη μουκουρώδη 2. στον πληθ. οι φυκομύκητες (μυκητ.) α) (παλαιότερα) κλάση που περιλάμβανε όλους τους πραγματικούς μύκητες εκτός από τους ασκομύκητες, τους βασιδιομύκητες και τους ατελείς… …   Dictionary of Greek

  • αρμιλαρία — (armillaria melea). Ανώτερος μύκητας (μανιτάρι) της οικογένειας των αγαρικιδών, που ανήκει στους βασιδιομύκητες, δηλαδή στους μύκητες που σχηματίζουν σπόρια, τα οποία φύονται από ειδικά κύτταρα, που λέγονται βασίδια. Έχει κωνοειδή πίλο πλάτους 2… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”